- προγνωστικός
- -ή, -ό / προγνωστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [προγιγνώσκω]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόγνωση («προγνωστική δύναμις», Φίλ.)2. (για πρόσ.) ο ικανός να προβλέπει το μέλλον, να προμαντεύεινεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το προγνωστικόα) η ιδιότητα ή η ικανότητα να προαισθάνεται ή να προμαντεύει κανείς κάτιβ) υποθετικός προκαθορισμός τής πορείας μιας αρρώστιας2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προγνωστικάπρόβλεψη που γίνεται βάσει ορισμένων δεδομένων (α. «προγνωστικά τών πολιτικών εξελίξεων» β. «προγνωστικά τών ιπποδρομιών»)νεοελλ.-μσν.το ουδ. ως ουσ. σημείο από το οποίο μπορεί να οδηγηθεί κανείς σε πρόβλεψη τού μέλλοντοςαρχ.1. το θηλ. ως ουσ. ή προγνωστικήονομασία αντιδότου2. (το ουδ. ως κύριο όν.) Προγνωστικόνα) τίτλος πραγματείας τού Ιπποκράτουςβ) τίτλος έργου τού Επικούρου.επίρρ...προγνωστικά / προγνωστικῶς, ΝΜΑμε πρόγνωση.
Dictionary of Greek. 2013.